Η Λίμνη Ισμαρίδα, ή Λίμνη Μητρικού, ή Μάνα, βρίσκεται στον νομό Ροδόπης, εντός του Εθνικού Πάρκου Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης και αποτελεί έναν από τους σημαντικούς υγροτόπους της ευρύτερης περιοχής. Εντάσσεται με τις γειτονικές λιμνοθάλασσες Έλος, Πτελέα, Αλυκή (ή Μέση), Λαγός), τα έλη Ξηρολίμνη (ή Φανάρι), και Αρωγή (ή Καρατζά) και τη λίμνη Βιστωνίδα σε ένα ενιαίο υγροτοπικό οικοσύστημα το οποίο προστατεύεται από τη σύμβαση Ramsar, και ανήκει σε ζώνη ειδικής προστασίας (GR1130010), τόπο κοινοτικής σημασίας (δίκτυο Natura 2000, GR1130009) και καταφύγιο άγριας ζωής (K53). Το συγκεκριμένο ευρύτερο οικοσύστημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό διότι συντηρεί στα ενδιαιτήματά του πλούσια χλωρίδα και πανίδα, με χαρακτηριστικό την παρουσία σπάνιων και απειλούμενων υδρόβιων πτηνών. Η λίμνη Ισμαρίδα είναι σχετικά μικρή, με επιφάνεια περίπου 3,4 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Βρίσκεται σε υψόμετρο 3 μέτρων, έχει μέγιστο μήκος 2,4 χιλιόμετρα, μέγιστο πλάτος 1,7 χιλιόμετρα και μέγιστο βάθος 1,5 μέτρο. Η επιφάνεια της λίμνη καλύπτεται σχεδόν τελείως από το νεροκάστανο, ένα προστατευόμενο είδος ελοφυτικής βλάστησης που το συναντάμε και ως νεροτρίβολο ή τριβολοκρατέλα. Το επιστημονικό του όνομα είναι Trapa natans. Περιμετρικά της λίμνης συναντάμε εντυπωσιακούς καλαμιώνες.

Στη λίμνη εκβάλλει στα βόρεια ο ποταμός Βοσβόζης, ή Μπος Μπος. Στα ανατολικά τη λίμνης περνάει ο ποταμός Λίσσος ή Φιλιουρής, ο οποίος όμως καταλήγει στο Θρακικό πέλαγος. Στη λάσπη του βυθού της Ισμαρίδας ζουν γαστερόποδα, ελασματοβράγχια, δακτυλιοσκώληκες και άλλοι μικροί οργανισμοί, σημαντική πηγή τροφής για τα παρυδάτια είδη ορνιθοπανίδας. Παρά την περιορισμένη έκτασή της αποτελεί σημαντικό πέρασμα για τα μεταναστευτικά πουλιά, διότι ο εκτεταμένος καλαμιώνας της παρέχει προστασία από τα αρπακτικά και το κρύο. Η λίμνη παλαιότερα με το νερό και τα ψάρια της αποτελούσε πηγή ζωής για τον πληθυσμό των γειτονικών οικισμών, και για τον λόγο αυτό, την ονόμαζαν παλαιότερα Μητρικού ή Μάνα. Σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για άρδευση και λιγότερο για αλιεία. Να σημειωθεί πως είναι η η μοναδική λίμνη αμιγώς γλυκού νερού της Θράκης.

Τα κυριότερα προβλήματα της λίμνης είναι η διαρκής επέκταση του καλαμιώνα, ο οποίος ευνοεί ορισμένα είδη πανίδας προσφέροντας καταφύγιο και θέσεις φωλιάσματος, ωστόσο η μετατροπή του μεγαλύτερου μέρους της λίμνης σε ενιαίο καλαμιώνα περιορίζει τον αριθμό των ειδών πουλιών που θέλουν να φωλιάσουν ή να τρέφονται στη λίμνη, ενώ επιδρά αρνητικά στην αναπαραγωγή και τη διαβίωση της ιχθυοπανίδας. Στην πλούσια υδροχαρή επιπλέουσα βλάστηση που περιλαμβάνει και σπάνια και προστατευόμενα είδη (Οδηγία 92/43ΕΕ), συγκαταλέγονται το νεροκάστανο, το νούφαρο, η νεροφακή, πολλά είδη ποταμογείτονα, ο ρανούνκουλος ή βατράχιο) και άλλα. Στο σημείο όπου εκβάλλει ο ποταμός Βοσβόζης υπάρχει ένα μικρό παραποτάμιο δάσος με ιτιές, λεύκες, σκλήθρα, φτελιές, φράξους και άλλα υδροχαρή είδη. Ο καλαμιώνας αποτελείται κυρίως από το νεροκάλαμο, ψαθί ή τύφα και είδη βούρλων.

Ιδιαίτερα πλούσια είναι και η ιχθυοπανίδα της λίμνης, με 37 καταγεγραμμένα είδη, από τα οποία ένα, η γελάρτζα, είναι ενδημικό της περιοχής, ενώ άλλα πέντε είδη είναι ενδημικά των Βαλκανίων (η βιργιάνα, ο σύρτης, το γυφτόψαρο, το πετροχείλι και η πέστροφα του Νέστου). Από τα υπόλοιπα είδη υπάρχουν επτά με εμπορική σημασία όπως το γριβάδι, το χέλι, η τσιπούρα, ο κέφαλος, το κεφαλόπουλο, το μυξινάρι και το λαυράκι. Στη λίμνη παλαιότερα αλιευόταν σε μεγάλες ποσότητες το γριβάδι και το χέλι. Στην Ισμαρίδα έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα περισσότερα από 233 είδη πουλιών από τα οποία τα 118 είδη φωλιάζουν εδώ, ενώ 84 από αυτά περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 79/409 Ε.Ε. Μεταξύ αυτών είναι η βαλτόπαπια, ένα είδος χαρακτηρισμένο από την IUCN, ως «απειλούμενο με εξάλειψη» παγκοσμίως. Έχουν παρατηρηθεί επίσης και τα είδη λαγγόνα, χαλκόκοτα, χουλιαρομύτα, πορφυροτσικνιάς, μικροτσικνιάς, για τα οποία ο καλαμιώνας της λίμνης και τα γύρω υγρολίβαδα αποτελούν ζωτικό ενδιαίτημα για την επιβίωσή τους αφού τα χρησιμοποιούν για τροφοληψία, αναπαραγωγή ή και διαχείμαση. Στη λίμνη έχει παρατηρηθεί και η βίδρα, είδος χαρακτηρισμένο ως «σχεδόν απειλούμενο» από την IUCN. Η τελευταία καταγραφή ερπετών στην περιοχή της λίμνης είχε αποδώσει 23 είδη, από τα οποία τα 21 σπάνια και υπό καθεστώς προστασίας. Όσον αφορά τα αμφίβια, καταγράφηκαν 10 είδη εκ των οποίων τα 5 σπάνια και προστατευόμενα.